- λιθογλυφία
- λιθο-γλυφία, ἡ, das Steinschneiden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο … Dictionary of Greek
λιθογλυφίῃσι — λιθογλυφία a cutting in stone fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθογλυφικός — ή, ό (Μ λιθογλυφικός, ή, όν) [λιθογλυφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογλύφο ή στη λιθογλυφία μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθογλυφική η γλυπτική … Dictionary of Greek
ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση … Dictionary of Greek
καμέα — Όρος που αναφέρεται γενικά σε σκληρές πέτρες διαφόρων ειδών με ανάγλυφη ή ολόγλυφη πλαστική κατεργασία (η ετυμολογία της λέξης δεν είναι εξακριβωμένη). Η τεχνική της κ. αξιοποιεί τη σύνθεση της πέτρας σκαλίζοντας λεπτομέρειες της παράστασης στα… … Dictionary of Greek